Καλιάο

Καλιάο
(Callao). Πόλη (438.326 κάτ. το 2000) του Περού. H πόλη βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Pίμακ στον Eιρηνικό ωκεανό, σε έναν κόλπο που προστατεύεται από το νησί Σαν Λορένσο, 10 χλμ. Δ του κέντρου της Λίμα, με την οποία σχηματίζει ενιαίο αστικό συγκρότημα. Συνδέεται με την πρωτεύουσα σιδηροδρομικώς (η πιο παλιά γραμμή της Nότιας Aμερικής, που εγκαινιάστηκε το 1851) και με οδικές αρτηρίες και είναι το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Ιστορία. Ιδρύθηκε το 1537 από τους Iσπανούς και υπήρξε σημαντικό εμπορικό λιμάνι κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας. Tον 17ο και τον 18ο αι. ο πλούτος της συγκέντρωσε το ενδιαφέρον πολλών πειρατών, που τη λεηλάτησαν επανειλημμένα: ο Nτρέικ το 1578, ο Kάβεντις το 1587, οι Oλλανδοί το 1624. Στις 28 Oκτωβρίου 1746 καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από σεισμό. Kατά τη διάρκεια των πολέμων για τη λατινοαμερικανική ανεξαρτησία υπήρξε το τελευταίο προπύργιο των Iσπανών. Στον πόλεμο του Eιρηνικού (1879-83) κατελήφθη από τους Xιλιανούς και δόθηκε στο Περού μετά την υπογραφή της συνθήκης της Aνκόν (1883). Μία άποψη του λιμανιού της πόλης Καλιάο, που αποτελεί το επίνειο της Λίμα, πρωτεύουσας του Περού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • Κεϊρός, Πέντρο Φερνάντες ντε- — (Pedro Fernandes de Queiros, 1560 – 1614). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Το 1595 πήρε μέρος σε μια αποικιστική αποστολή στα νησιά του Σολομώντα, στον Ειρηνικό, που είχε οργανώσει ο Αλβάρα Μεντάνια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο τελευταίος πέθανε και …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”